θυστήριον

θυστήριον
θυστήριον, τὸ (Α) [θύω (I)]
(κατά τον Ησύχ.) «θυτηρίοις
θυμιατηρίοις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυστήριον — θυστήριος sacrificing priest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”